Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνομολογέω
συνομολογητέον
συνομολογία
συνομονοέω
συνομόνοια
συνομοπαθέω
συνομόπλοος
συνομορέω
συνομοταγέω
συνομόψηφος
συνομωνυμέω
συνομώνυμος
συνοξύνω
σύνοξυς
συνοπαδός
συνοπάζομαι
συνοπάων
συνοπλίζομαι
σύνοπλος
συνοπλοφορέω
συνοπτάω
View word page
συνομωνυμέω
συνομωνῠμ-έω,
A). to be synonymous, Sch. Ar. Ra. 497 .


ShortDef

to be synonymous

Debugging

Headword:
συνομωνυμέω
Headword (normalized):
συνομωνυμέω
Headword (normalized/stripped):
συνομωνυμεω
IDX:
100846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100847
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνομωνῠμ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be synonymous</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg009.perseus-grc1:497" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg009.perseus-grc1:497/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ra.</span> 497 </a>.</div> </div><br><br>'}