Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνομοίωμα
συνομολογέω
συνομολογητέον
συνομολογία
συνομονοέω
συνομόνοια
συνομοπαθέω
συνομόπλοος
συνομορέω
συνομοταγέω
συνομόψηφος
συνομωνυμέω
συνομώνυμος
συνοξύνω
σύνοξυς
συνοπαδός
συνοπάζομαι
συνοπάων
συνοπλίζομαι
σύνοπλος
συνοπλοφορέω
View word page
συνομόψηφος
συνομόψηφος, ον,
A). entitled to vote as well, BCH 51.220 (Thasos).


ShortDef

entitled to vote as well

Debugging

Headword:
συνομόψηφος
Headword (normalized):
συνομόψηφος
Headword (normalized/stripped):
συνομοψηφος
IDX:
100845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100846
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνομόψηφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">entitled to vote as well</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 51.220 </span> (Thasos).</div> </div><br><br>'}