Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνομοιοπαθέω
συνομοίωμα
συνομολογέω
συνομολογητέον
συνομολογία
συνομονοέω
συνομόνοια
συνομοπαθέω
συνομόπλοος
συνομορέω
συνομοταγέω
συνομόψηφος
συνομωνυμέω
συνομώνυμος
συνοξύνω
σύνοξυς
συνοπαδός
συνοπάζομαι
συνοπάων
συνοπλίζομαι
σύνοπλος
View word page
συνομοταγέω
συνομοτᾰγέω,
A). correspond, ταῖς θηλείαις ὑγιεινὴν -εῖν τὴν παρθενίαν is correspondingly healthy for females, Sor. 1.30 .


ShortDef

correspond

Debugging

Headword:
συνομοταγέω
Headword (normalized):
συνομοταγέω
Headword (normalized/stripped):
συνομοταγεω
IDX:
100844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100845
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνομοτᾰγέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">correspond</span>, <span class="foreign greek">ταῖς θηλείαις ὑγιεινὴν -εῖν τὴν παρθενίαν</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">is correspondingly</span> healthy for females, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:30" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.30/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.30 </a>.</div> </div><br><br>'}