Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνομοζωνία
συνομοιόομαι
συνομοιοπαθέω
συνομοίωμα
συνομολογέω
συνομολογητέον
συνομολογία
συνομονοέω
συνομόνοια
συνομοπαθέω
συνομόπλοος
συνομορέω
συνομοταγέω
συνομόψηφος
συνομωνυμέω
συνομώνυμος
συνοξύνω
σύνοξυς
συνοπαδός
συνοπάζομαι
συνοπάων
View word page
συνομόπλοος
συνομόπλοος, ,
A). fellow-voyager, IG 12(5).305.7 (Paros).


ShortDef

fellow-voyager

Debugging

Headword:
συνομόπλοος
Headword (normalized):
συνομόπλοος
Headword (normalized/stripped):
συνομοπλοος
IDX:
100842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100843
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνομόπλοος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow-voyager,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 12(5).305.7 </span> (Paros).</div> </div><br><br>'}