Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνομιλία
συνόμιλος
συνόμνυμι
συνομοζωνία
συνομοιόομαι
συνομοιοπαθέω
συνομοίωμα
συνομολογέω
συνομολογητέον
συνομολογία
συνομονοέω
συνομόνοια
συνομοπαθέω
συνομόπλοος
συνομορέω
συνομοταγέω
συνομόψηφος
συνομωνυμέω
συνομώνυμος
συνοξύνω
σύνοξυς
View word page
συνομονοέω
συνομο-νοέω,
A). to be of one mind with, PMasp. 159.22 (vi A.D.).


ShortDef

to be of one mind with

Debugging

Headword:
συνομονοέω
Headword (normalized):
συνομονοέω
Headword (normalized/stripped):
συνομονοεω
IDX:
100839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100840
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνομο-νοέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be of one mind with,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 159.22 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}