Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνομιλέω
συνομιλητής
συνομιλία
συνόμιλος
συνόμνυμι
συνομοζωνία
συνομοιόομαι
συνομοιοπαθέω
συνομοίωμα
συνομολογέω
συνομολογητέον
συνομολογία
συνομονοέω
συνομόνοια
συνομοπαθέω
συνομόπλοος
συνομορέω
συνομοταγέω
συνομόψηφος
συνομωνυμέω
συνομώνυμος
View word page
συνομολογητέον
συνομολογ-ητέον,
A). one must concede, Phld. Rh. 1.128 S.


ShortDef

one must concede

Debugging

Headword:
συνομολογητέον
Headword (normalized):
συνομολογητέον
Headword (normalized/stripped):
συνομολογητεον
IDX:
100837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100838
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνομολογ-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must concede</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 1.128 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> </span> </div> </div><br><br>'}