Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνομηρεύω
συνομήρης
συνομιλέω
συνομιλητής
συνομιλία
συνόμιλος
συνόμνυμι
συνομοζωνία
συνομοιόομαι
συνομοιοπαθέω
συνομοίωμα
συνομολογέω
συνομολογητέον
συνομολογία
συνομονοέω
συνομόνοια
συνομοπαθέω
συνομόπλοος
συνομορέω
συνομοταγέω
συνομόψηφος
View word page
συνομοίωμα
συνομοίωμα, ατος, τό,
A). similar occurrence, PMasp. 4.10 (vi A.D.).


ShortDef

similar occurrence

Debugging

Headword:
συνομοίωμα
Headword (normalized):
συνομοίωμα
Headword (normalized/stripped):
συνομοιωμα
IDX:
100835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100836
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνομοίωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">similar occurrence,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMasp.</span> 4.10 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}