Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
συνόμευνος
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομηρεύω
συνομήρης
συνομιλέω
συνομιλητής
συνομιλία
συνόμιλος
συνόμνυμι
συνομοζωνία
συνομοιόομαι
συνομοιοπαθέω
συνομοίωμα
συνομολογέω
συνομολογητέον
συνομολογία
συνομονοέω
View word page
συνομιλία
συνομῑλ-ία, ,
A). intercourse, Ph. 2.653 .


ShortDef

intercourse

Debugging

Headword:
συνομιλία
Headword (normalized):
συνομιλία
Headword (normalized/stripped):
συνομιλια
IDX:
100829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100830
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνομῑλ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">intercourse</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:653" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.653/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.653 </a>.</div> </div><br><br>'}