Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνομαλίζω
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
συνόμευνος
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομηρεύω
συνομήρης
συνομιλέω
συνομιλητής
συνομιλία
συνόμιλος
συνόμνυμι
συνομοζωνία
συνομοιόομαι
συνομοιοπαθέω
συνομοίωμα
συνομολογέω
View word page
συνομήρης
συνομήρης, ες,
A). assembled, Nic. Al. 449 .


ShortDef

assembled

Debugging

Headword:
συνομήρης
Headword (normalized):
συνομήρης
Headword (normalized/stripped):
συνομηρης
IDX:
100826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100827
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνομήρης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assembled</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:449" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:449/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Al.</span> 449 </a>.</div> </div><br><br>'}