Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνομαίμων
συνομαλίζω
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
συνόμευνος
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομηρεύω
συνομήρης
συνομιλέω
συνομιλητής
συνομιλία
συνόμιλος
συνόμνυμι
συνομοζωνία
συνομοιόομαι
συνομοιοπαθέω
συνομοίωμα
View word page
συνομηρεύω
συνομηρεύω,
A). to be a joint hostage, ἅμα τινί Plb. 21.11.9 .


ShortDef

to be a joint hostage

Debugging

Headword:
συνομηρεύω
Headword (normalized):
συνομηρεύω
Headword (normalized/stripped):
συνομηρευω
IDX:
100825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100826
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνομηρεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be a joint hostage</span>, <span class="quote greek">ἅμα τινί</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:21:11:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:21:11:9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 21.11.9 </a> .</div> </div><br><br>'}