Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνολοφύρομαι
συνόμαιμος
συνομαίμων
συνομαλίζω
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
συνόμευνος
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομηρεύω
συνομήρης
συνομιλέω
συνομιλητής
συνομιλία
συνόμιλος
συνόμνυμι
συνομοζωνία
συνομοιόομαι
View word page
συνομήθης
συνομήθης, ες,
A). = συνήθης , AP 6.206 (Antip. Sid.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνομήθης
Headword (normalized):
συνομήθης
Headword (normalized/stripped):
συνομηθης
IDX:
100823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100824
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνομήθης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συνήθης</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.206 </span> (Antip. Sid.).</div> </div><br><br>'}