Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνολολύζω
σύνολος
συνολοφύρομαι
συνόμαιμος
συνομαίμων
συνομαλίζω
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
συνόμευνος
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομηρεύω
συνομήρης
συνομιλέω
συνομιλητής
συνομιλία
συνόμιλος
συνόμνυμι
View word page
συνομέστιος
συνομέστιος, ον,
A). sharing the hearth, θνατοῖς ς. Lyr.Alex.Adesp. 34.2 .


ShortDef

sharing the hearth

Debugging

Headword:
συνομέστιος
Headword (normalized):
συνομέστιος
Headword (normalized/stripped):
συνομεστιος
IDX:
100821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100822
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνομέστιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sharing the hearth</span>, <span class="foreign greek">θνατοῖς ς</span>. <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Lyr.Alex.Adesp.</span> 34.2 </span>.</div> </div><br><br>'}