Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνολμοκοπέω
συνολολύζω
σύνολος
συνολοφύρομαι
συνόμαιμος
συνομαίμων
συνομαλίζω
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
συνόμευνος
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομηρεύω
συνομήρης
συνομιλέω
συνομιλητής
συνομιλία
συνόμιλος
View word page
σύνομβρος
σύνομβρ-ος, ον,
A). joined or mixed with rain, EM 407.31 .


ShortDef

joined

Debugging

Headword:
σύνομβρος
Headword (normalized):
σύνομβρος
Headword (normalized/stripped):
συνομβρος
IDX:
100820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100821
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύνομβρ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">joined</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">mixed with rain,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 407.31 </span>.</div> </div><br><br>'}