Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνολκή
συνολκόομαι
σύνολκος
συνόλλυμι
συνολμοκοπέω
συνολολύζω
σύνολος
συνολοφύρομαι
συνόμαιμος
συνομαίμων
συνομαλίζω
συνομαλύνω
συνομαρτέω
συνομβρίζω
σύνομβρος
συνομέστιος
συνόμευνος
συνομήθης
συνομῆλιξ
συνομηρεύω
συνομήρης
View word page
συνομαλίζω
συνομᾰλ-ίζω, = sq., IG 7.4255.15 (Oropus, iv B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνομαλίζω
Headword (normalized):
συνομαλίζω
Headword (normalized/stripped):
συνομαλιζω
IDX:
100816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100817
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνομᾰλ-ίζω</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 7.4255.15 </span> (Oropus, iv B.C.).</div><br><br>'}