Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνοίμιος
συνοιμώζω
συνοίομαι
συνοίσειν
συνοιστός
συνοίσω
συνοίχομαι
συνοκλάζω
συνόκτω
συνοκωχή
συνοκωχότε
συνολισθάνω
συνολκή
συνολκόομαι
σύνολκος
συνόλλυμι
συνολμοκοπέω
συνολολύζω
σύνολος
συνολοφύρομαι
συνόμαιμος
View word page
συνοκωχότε
συνοκωχότε,
A). v. συνόχωκα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνοκωχότε
Headword (normalized):
συνοκωχότε
Headword (normalized/stripped):
συνοκωχοτε
IDX:
100804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100805
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνοκωχότε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συνόχωκα</span> .</div> </div><br><br>'}