Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικιστής
συνοικοδεσπότης
συνοικοδεσποτία
συνοικοδομέω
συνοικονομέω
σύνοικος
συνοικουρέω
συνοικουρία
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίμιος
συνοιμώζω
συνοίομαι
συνοίσειν
συνοιστός
συνοίσω
συνοίχομαι
συνοκλάζω
View word page
συνοικουρία
συνοικουρ-ία
,
ἡ
, Astrol.,
A).
partnership of domicile
,
Paul.Al.
E.
3
.
ShortDef
partnership of domicile
Debugging
Headword:
συνοικουρία
Headword (normalized):
συνοικουρία
Headword (normalized/stripped):
συνοικουρια
IDX:
100791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100792
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνοικουρ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Astrol., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">partnership of domicile</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Al.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">E.</span> 3 </span>.</div> </div><br><br>'}