συνοικοδομέω
συνοικο-δομέω,
A). build together, ἐκ πολλῶν ἓν οἰκητήριον Comp.Thes. Rom. 4 :— Pass., IG 22.1180.16 ; οἰκίαι ἐκ πλίνθων συνῳκοδομημέναι entirely built, , cf. 39.61 POxy. 1648.60 (ii A.D.): metaph. in Pass. of believers, Ep.Eph. 2.22 .