Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνοικία1
συνοίκια2
συνοικιάζω
συνοικίδιον
συνοικίζω
συνοικισία
συνοικίσιον
συνοίκισις
συνοικισμός
συνοικιστήρ
συνοικιστής
συνοικοδεσπότης
συνοικοδεσποτία
συνοικοδομέω
συνοικονομέω
σύνοικος
συνοικουρέω
συνοικουρία
συνοίκουρος
συνοικτίζω
συνοίμιος
View word page
συνοικιστής
συνοικ-ιστής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
co-founder of a colony
, St. Byz. s.v.
Αἱμονία
.
ShortDef
co-founder of a colony
Debugging
Headword:
συνοικιστής
Headword (normalized):
συνοικιστής
Headword (normalized/stripped):
συνοικιστης
IDX:
100784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100785
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνοικ-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">co-founder of a colony</span>, St. Byz. s.v. <span class="ref greek">Αἱμονία</span> .</div> </div><br><br>'}