συνοίκ-ησις,
εως,
ἡ,
A). cohabitation, esp. of
marriage,
ἐπωλέοντο ἐπὶ συνοικήσι ( Ion. for
-ήσει)
Hdt. 1.196 ;
ς. ποιεῖσθαι Pl. Lg. 930b .
II). πόλεων συνοικήσεις collections of people into cities, ib.
713b ;
settlement, community, ib.
735b ,
739b ,
752e ;
μετέσχε τῆς ξυνοικήσεως Arr. An. 4.4.1 .