Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνόδους
συνοδυνάομαι
συνοδύρομαι
συνόζω
σύνοιδα
συνοιδέω
συνοίδησις
συνοικειόω
συνοικείωσις
συνοικέσιον
συνοικέτης
συνοικέω
συνοίκημα
συνοίκησις
συνοικητήρ
συνοικήτωρ
συνοικία1
συνοίκια2
συνοικιάζω
συνοικίδιον
συνοικίζω
View word page
συνοικέτης
συνοικ-έτης, ου, ,
A). = συνοικητήρ , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνοικέτης
Headword (normalized):
συνοικέτης
Headword (normalized/stripped):
συνοικετης
IDX:
100768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100769
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνοικ-έτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συνοικητήρ</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}