Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνοδικός
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοίπορος
συνοδοντίς
συνοδοπανσέληνος
σύνοδος
σύνοδος
συνόδους
συνοδυνάομαι
συνοδύρομαι
συνόζω
σύνοιδα
συνοιδέω
συνοίδησις
συνοικειόω
συνοικείωσις
συνοικέσιον
συνοικέτης
συνοικέω
View word page
συνοδυνάομαι
συνοδῠνάομαι, Pass.,
A). suffer pain with another, LXX Si. 30.10 .


ShortDef

suffer pain with

Debugging

Headword:
συνοδυνάομαι
Headword (normalized):
συνοδυνάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνοδυναομαι
IDX:
100759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100760
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνοδῠνάομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">suffer pain with</span> another, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg034:30:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg034:30.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Si.</span> 30.10 </a>.</div> </div><br><br>'}