Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνοδευτής
συνοδεύω
συνοδηγός
συνοδία
συνοδικός
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοίπορος
συνοδοντίς
συνοδοπανσέληνος
σύνοδος
σύνοδος
συνόδους
συνοδυνάομαι
συνοδύρομαι
συνόζω
σύνοιδα
συνοιδέω
συνοίδησις
συνοικειόω
View word page
συνοδοπανσέληνος
συνοδοπανσέληνος
,
ἡ
,
A).
conjunction
,
Rhetor.
in
Cat.Cod.Astr.
8(4).199
( v.l.
συζυγία
).
ShortDef
conjunction
Debugging
Headword:
συνοδοπανσέληνος
Headword (normalized):
συνοδοπανσέληνος
Headword (normalized/stripped):
συνοδοπανσεληνος
IDX:
100755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100756
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνοδοπανσέληνος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conjunction</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Rhetor.</span> </span> in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(4).199 </span> ( v.l. <span class="ref greek">συζυγία</span> ).</div> </div><br><br>'}