Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνογκάομαι
συνογκόομαι
συνόδευσις
συνοδευτής
συνοδεύω
συνοδηγός
συνοδία
συνοδικός
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοίπορος
συνοδοντίς
συνοδοπανσέληνος
σύνοδος
σύνοδος
συνόδους
συνοδυνάομαι
συνοδύρομαι
συνόζω
σύνοιδα
View word page
συνοδοιπορία
συνοδοιπορ-ία, ,
A). travelling together, Babr. 110 .


ShortDef

a travelling together

Debugging

Headword:
συνοδοιπορία
Headword (normalized):
συνοδοιπορία
Headword (normalized/stripped):
συνοδοιπορια
IDX:
100752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100753
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνοδοιπορ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">travelling together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0614.tlg001:110" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0614.tlg001:110/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Babr.</span> 110 </a>.</div> </div><br><br>'}