Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύννομος
σύννομος
σύννοος
συννοσέω
συννυκτερεύω
συννυμφοκόμος
σύννυμφος
συνογκάομαι
συνογκόομαι
συνόδευσις
συνοδευτής
συνοδεύω
συνοδηγός
συνοδία
συνοδικός
συνοδίτης
συνοδοιπορέω
συνοδοιπορία
συνοδοίπορος
συνοδοντίς
συνοδοπανσέληνος
View word page
συνοδευτής
συνοδ-ευτής, οῦ, ,
A). = συνοδοιπόρος , Sch. Ar. Ra. 400 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνοδευτής
Headword (normalized):
συνοδευτής
Headword (normalized/stripped):
συνοδευτης
IDX:
100745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100746
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνοδ-ευτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συνοδοιπόρος</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg009.perseus-grc1:400" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg009.perseus-grc1:400/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ra.</span> 400 </a>.</div> </div><br><br>'}