Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συννεωτερίζω
συννήθω
σύννησις
συννήχομαι
συννικάω
συννοέω
συννοητέος
συννοητικός
σύννοια
συννοισία
συννομέομαι
συννομεύς
συννομή
συννομίζω
συννομοθετέω
σύννομος
σύννομος
σύννοος
συννοσέω
συννυκτερεύω
συννυμφοκόμος
View word page
συννομέομαι
συννομ-έομαι,
A). live together, Plu. 2.1065e ; συννεμησομένων cj. Madvig.


ShortDef

live together

Debugging

Headword:
συννομέομαι
Headword (normalized):
συννομέομαι
Headword (normalized/stripped):
συννομεομαι
IDX:
100730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100731
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συννομ-έομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">live together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1065e </span>; <span class="foreign greek">συννεμησομένων</span> cj. Madvig.</div> </div><br><br>'}