Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συννέω2
συννεωτερίζω
συννήθω
σύννησις
συννήχομαι
συννικάω
συννοέω
συννοητέος
συννοητικός
σύννοια
συννοισία
συννομέομαι
συννομεύς
συννομή
συννομίζω
συννομοθετέω
σύννομος
σύννομος
σύννοος
συννοσέω
συννυκτερεύω
View word page
συννοισία
συννοισία· τὸ εἰς τὸ αὐτὸ συμφέρειν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συννοισία
Headword (normalized):
συννοισία
Headword (normalized/stripped):
συννοισια
IDX:
100729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100730
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συννοισία·</span> <span class="foreign greek">τὸ εἰς τὸ αὐτὸ συμφέρειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}