Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συννέφω
συννέω1
συννέω2
συννεωτερίζω
συννήθω
σύννησις
συννήχομαι
συννικάω
συννοέω
συννοητέος
συννοητικός
σύννοια
συννοισία
συννομέομαι
συννομεύς
συννομή
συννομίζω
συννομοθετέω
σύννομος
σύννομος
σύννοος
View word page
συννοητικός
συννο-ητικός, , όν,
A). reasoning within itself, Plot. 2.2.1 .


ShortDef

reasoning within itself

Debugging

Headword:
συννοητικός
Headword (normalized):
συννοητικός
Headword (normalized/stripped):
συννοητικος
IDX:
100727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100728
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συννο-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reasoning within itself</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2000.tlg001:2:2:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2000.tlg001:2:2:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plot.</span> 2.2.1 </a>.</div> </div><br><br>'}