συννέφω
συννέφ-ω, pf. συννένοφα:—
A). collect clouds, Ζεὺς ξυννέφει Av. 1502 ; ς. τὸ περιέχον : impers. 2.641d συννέφει, it is cloudy, εἰ συννέφει, εἰκὸς ὁ=σαι Rh. 1393a6 ; ξυννένοφε Fr. 46 .
II). metaph. of persons, συννέφουσαν ὄμματα wearing a dark and gloomy look, El. 1078 ; κύψασα κάτω καὶ ξυννενοφυῖα βαδίζει Fr. 395 (anap.), cf. VS 1.18.1 ; ἐπερωτηθεὶς διὰ τί συννένοφε . 55.11
2). to be under a cloud, in adversity, opp. εὐτυχεῖν, Fr. 330.7 .( συννεφεῖ, etc., codd., corr. Cobet.)