συννέμω
συννέμω,
A). feed or tend together, of the shepherd:— Pass., feed with, τοῖς θήλεσι, of the males, HA 572b21 .
2). generally, make one's partner or associate, εἰσαγαγεῖν τὴν δοκιμασίαν συννείμαντας IG 22.850.20 ; Ῥώμη προσποιοῦσα ἑαυτῇ καὶ συννέμουσά τινας Rom. 16 :— Pass., to be associated, ; 2.424a ποιητικὴν μουσικῇ -ομένην ib. 744f ; ἀχθόμενος ἐπὶ τῷ -νέμεσθαι πολλάκις Ἀκέστορι Vit.Eur. Fr. 39xv29 ; cf. συννομέομαι.