Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνναυαγέω
συνναυβάτης
συνναύκληρος
συνναυμαχέω
συνναυσθλόομαι
συνναυστολέω
συνναύτης
συννεάζω
συννεανιεύομαι
συννεκρόω
συννέμησις
συννέμω
συννενέαται
σύννευμα
συννεύρωσις
σύννευσις
συννεύω
συννέφεια
συννέφελος
συννεφής
σύννεφος
View word page
συννέμησις
συννέμησις
,
εως
,
ἡ
,
A).
relation
,
πρὸς τὸν χρόνον
Plu.
2.393a
.
ShortDef
relation
Debugging
Headword:
συννέμησις
Headword (normalized):
συννέμησις
Headword (normalized/stripped):
συννεμησις
IDX:
100706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100707
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συννέμησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">relation</span>, <span class="quote greek">πρὸς τὸν χρόνον</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.393a </span> .</div> </div><br><br>'}