Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνισχυρίζω
συνίσχω
συνιτικός
συνιχνεύω
σύνναιος
συνναίω
σύνναος
συννάσσω
συνναυαγέω
συνναυβάτης
συνναύκληρος
συνναυμαχέω
συνναυσθλόομαι
συνναυστολέω
συνναύτης
συννεάζω
συννεανιεύομαι
συννεκρόω
συννέμησις
συννέμω
συννενέαται
View word page
συνναύκληρος
συνναύκληρος, ,
A). f.l. for σύγκληρος in Luc. Trag. 328 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνναύκληρος
Headword (normalized):
συνναύκληρος
Headword (normalized/stripped):
συνναυκληρος
IDX:
100698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100699
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνναύκληρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">σύγκληρος</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Trag.</span> 328 </span>.</div> </div><br><br>'}