Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνικμάζομαι
συνικνέομαι
συνίκω
συνίλλω
συνιπόω
συνιππάζομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
συνίππευσις
συνιππεύω
συνιππία
σύνιππος
συνίπταμαι
συνίρνα
σύνισαν
συνισθμίζω
συνισόομαι
συνίσσεις
συνίστημι
συνιστορέω
συνίστωρ
View word page
συνιππία
συνιππ-ία, ,
A). troop of horse, Gloss.


ShortDef

troop of horse

Debugging

Headword:
συνιππία
Headword (normalized):
συνιππία
Headword (normalized/stripped):
συνιππια
IDX:
100676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100677
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνιππ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">troop of horse,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}