Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνιερουργέω
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικετεύω
συνικμάζομαι
συνικνέομαι
συνίκω
συνίλλω
συνιπόω
συνιππάζομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
συνίππευσις
συνιππεύω
συνιππία
σύνιππος
συνίπταμαι
συνίρνα
σύνισαν
View word page
συνιπόω
συνῑπόω,
A). comprimo, Gloss.


ShortDef

comprimo

Debugging

Headword:
συνιπόω
Headword (normalized):
συνιπόω
Headword (normalized/stripped):
συνιποω
IDX:
100670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100671
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνῑπόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">comprimo,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}