Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνιεροποιός
συνίερος
συνιερουργέω
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικετεύω
συνικμάζομαι
συνικνέομαι
συνίκω
συνίλλω
συνιπόω
συνιππάζομαι
συνίππαρχος
συνιππεύς
συνίππευσις
συνιππεύω
συνιππία
σύνιππος
συνίπταμαι
View word page
συνίκω
συνίκω [ῑ],
A). coincide, κατὰ τὸν χρόνον τὸν συνίκοντα Inscr.Magn. 44.29 (Corc., iii/ii B.C.).


ShortDef

coincide

Debugging

Headword:
συνίκω
Headword (normalized):
συνίκω
Headword (normalized/stripped):
συνικω
IDX:
100668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100669
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνίκω</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">coincide</span>, <span class="quote greek">κατὰ τὸν χρόνον τὸν συνίκοντα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Inscr.Magn.</span> 44.29 </span> (Corc., iii/ii B.C.).</div> </div><br><br>'}