Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνιδρόω
συνιδρύω
συνίδρωσις
συνιεράομαι
συνιερατεύω
συνιερεύς
συνιεριτεύω
συνιερομνάμων
συνιεροποιέω
συνιεροποιός
συνίερος
συνιερουργέω
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικετεύω
συνικμάζομαι
συνικνέομαι
συνίκω
συνίλλω
View word page
συνίερος
συνίερ-ος, ον,
A). having joint sacrifices, Plu. 2.753f .


ShortDef

having joint sacrifices

Debugging

Headword:
συνίερος
Headword (normalized):
συνίερος
Headword (normalized/stripped):
συνιερος
IDX:
100659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100660
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνίερ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having joint sacrifices</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.753f </span>.</div> </div><br><br>'}