Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σύνθωκος
συνιαίνω
συνιατρεύω
συνιδιάζω
συνιδρόω
συνιδρύω
συνίδρωσις
συνιεράομαι
συνιερατεύω
συνιερεύς
συνιεριτεύω
συνιερομνάμων
συνιεροποιέω
συνιεροποιός
συνίερος
συνιερουργέω
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
συνίημι
συνικετεύω
View word page
συνιεριτεύω
συνιερ-ῑτεύω
,
A).
=
συνιερατεύω
,
CIG
5130
(Cyrene),
Africa Italiana
1.331
(ibid.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συνιεριτεύω
Headword (normalized):
συνιεριτεύω
Headword (normalized/stripped):
συνιεριτευω
IDX:
100655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100656
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνιερ-ῑτεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συνιερατεύω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIG</span> 5130 </span> (Cyrene), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Africa Italiana</span> 1.331 </span> (ibid.).</div> </div><br><br>'}