Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνθύω
συνθωκέω
σύνθωκος
συνιαίνω
συνιατρεύω
συνιδιάζω
συνιδρόω
συνιδρύω
συνίδρωσις
συνιεράομαι
συνιερατεύω
συνιερεύς
συνιεριτεύω
συνιερομνάμων
συνιεροποιέω
συνιεροποιός
συνίερος
συνιερουργέω
συνιζάνω
συνίζησις
συνίζω
View word page
συνιερατεύω
συνιερ-ᾱτεύω
, = foreg.,
BCH
44.77
(Lagina, Caria),
5.186
(ibid.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συνιερατεύω
Headword (normalized):
συνιερατεύω
Headword (normalized/stripped):
συνιερατευω
IDX:
100653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100654
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνιερ-ᾱτεύω</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 44.77 </span> (Lagina, Caria), <span class="bibl"> 5.186 </span> (ibid.).</div><br><br>'}