Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συνθύτης
συνθύω
συνθωκέω
σύνθωκος
συνιαίνω
συνιατρεύω
συνιδιάζω
συνιδρόω
συνιδρύω
συνίδρωσις
συνιεράομαι
συνιερατεύω
συνιερεύς
συνιεριτεύω
συνιερομνάμων
συνιεροποιέω
συνιεροποιός
συνίερος
συνιερουργέω
συνιζάνω
συνίζησις
View word page
συνιεράομαι
συνιερ-άομαι
,
A).
join in performing holy rites
,
ἡ γυνὴ τῷ ἀνδρί
Plu.
2.276d
.
ShortDef
join in performing holy rites
Debugging
Headword:
συνιεράομαι
Headword (normalized):
συνιεράομαι
Headword (normalized/stripped):
συνιεραομαι
IDX:
100652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100653
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνιερ-άομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">join in performing holy rites</span>, <span class="quote greek">ἡ γυνὴ τῷ ἀνδρί</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.276d </span> .</div> </div><br><br>'}