Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύνθρονος
σύνθροος
συνθρυλλέω
συνθρύπτω
συνθρῴσκω
συνθυμέω
συνθυμόομαι
συνθύξω
συνθυσία
συνθυσιάζω
συνθυσιαστής
συνθύτης
συνθύω
συνθωκέω
σύνθωκος
συνιαίνω
συνιατρεύω
συνιδιάζω
συνιδρόω
συνιδρύω
συνίδρωσις
View word page
συνθυσιαστής
συνθῠσι-αστής, οῦ, ,
A). member of a συνθυσία, τὸ κοινὸν τὸ Συνθυσιαστᾶν Annuario 2.148 (Rhodes).


ShortDef

member of a συνθυσία

Debugging

Headword:
συνθυσιαστής
Headword (normalized):
συνθυσιαστής
Headword (normalized/stripped):
συνθυσιαστης
IDX:
100641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100642
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνθῠσι-αστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">member of a</span> <span class="quote greek">συνθυσία, τὸ κοινὸν τὸ Συνθυσιαστᾶν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Annuario</span> 2.148 </span> (Rhodes).</div> </div><br><br>'}