Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνθρίζω
συνθρόησις
συνθρονίζω
σύνθρονος
σύνθροος
συνθρυλλέω
συνθρύπτω
συνθρῴσκω
συνθυμέω
συνθυμόομαι
συνθύξω
συνθυσία
συνθυσιάζω
συνθυσιαστής
συνθύτης
συνθύω
συνθωκέω
σύνθωκος
συνιαίνω
συνιατρεύω
συνιδιάζω
View word page
συνθύξω
συνθύξω· συναντήσω, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνθύξω
Headword (normalized):
συνθύξω
Headword (normalized/stripped):
συνθυξω
IDX:
100638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100639
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνθύξω·</span> <span class="foreign greek">συναντήσω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}