Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντικρατέω
ἀντικρίνω
ἀντίκριος
ἀντίκρισις
ἀντίκρουσις
ἀντικρουσμός
ἀντικρουστία
ἀντικρούω
ἀντικρύ
ἄντικρυς
ἀντικρύσιον
ἀντίκτησις
ἀντικτόνος
ἀντικτυπέω
ἀντικυδαίνω
ἀντικυμαίνομαι
ἀντικυματόω
ἀντικύπριος
ἀντικύπτω
ἀντικυρία
ἀντικύρω
View word page
ἀντικρύσιον
ἀντικρύσιον, dub. sens., Theognost. Can. 125.2 (from ἄντικρυς).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντικρύσιον
Headword (normalized):
ἀντικρύσιον
Headword (normalized/stripped):
αντικρυσιον
IDX:
10062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10063
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντικρύσιον</span>, dub. sens., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 125.2 </span> (from <span class="foreign greek">ἄντικρυς</span>).</div><br><br>'}