Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνθόλωσις
συνθορυβέω
συνθρανόομαι
σύνθραυσις
συνθραύω
συνθρηνήτρια
σύνθρηνος
συνθρησκευτής
συνθρησκεύω
συνθριαμβεύω
συνθρίζω
συνθρόησις
συνθρονίζω
σύνθρονος
σύνθροος
συνθρυλλέω
συνθρύπτω
συνθρῴσκω
συνθυμέω
συνθυμόομαι
συνθύξω
View word page
συνθρίζω
συνθρίζω,
A). = συντέμνω , in aor. συνέθρ[ο]ισε· συνέτεμε, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνθρίζω
Headword (normalized):
συνθρίζω
Headword (normalized/stripped):
συνθριζω
IDX:
100628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100629
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνθρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">συντέμνω</span> , in aor. <span class="foreign greek">συνέθρ[ο]ισε· συνέτεμε</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}