Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύνθοινος
συνθολόω
συνθόλωσις
συνθορυβέω
συνθρανόομαι
σύνθραυσις
συνθραύω
συνθρηνήτρια
σύνθρηνος
συνθρησκευτής
συνθρησκεύω
συνθριαμβεύω
συνθρίζω
συνθρόησις
συνθρονίζω
σύνθρονος
σύνθροος
συνθρυλλέω
συνθρύπτω
συνθρῴσκω
συνθυμέω
View word page
συνθρησκεύω
συνθρησκ-εύω,
A). assist in worshipping, BCH 12.253 , 15.204 (both Panamara).


ShortDef

assist in worshipping

Debugging

Headword:
συνθρησκεύω
Headword (normalized):
συνθρησκεύω
Headword (normalized/stripped):
συνθρησκευω
IDX:
100626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100627
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνθρησκ-εύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assist in worshipping</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 12.253 </span>, <span class="bibl"> 15.204 </span> (both Panamara).</div> </div><br><br>'}