Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
συνθητεύω
συνθιασεύω
συνθιασιτεύω
συνθιασίτης
συνθιασώτης
συνθιγγάνω
συνθλασμός
συνθλάσσω
συνθλαστέον
συνθλάω
συνθλίβω
σύνθλιψις
συνθνῄσκω
συνθοινάτωρ
σύνθοινος
συνθολόω
συνθόλωσις
View word page
συνθλασμός
συν-θλασμός, ,
A). gnashing, Hsch. s.v. γομφιασμόν .


ShortDef

gnashing

Debugging

Headword:
συνθλασμός
Headword (normalized):
συνθλασμός
Headword (normalized/stripped):
συνθλασμος
IDX:
100608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100609
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συν-θλασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gnashing</span>, Hsch. s.v. <span class="ref greek">γομφιασμόν</span> .</div> </div><br><br>'}