Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνθέωρος
συνθήγω
συνθήκη
συνθηκογράφος
συνθηκοποιέομαι
συνθηκοφύλαξ
σύνθημα
συνθηματιαῖος
συνθηματίζω
συνθηματικός
συνθηματώδης
συνθηρατής
συνθηράω
συνθηρευτής
συνθηρεύω
σύνθηρος
συνθητεύω
συνθιασεύω
συνθιασιτεύω
συνθιασίτης
συνθιασώτης
View word page
συνθηματώδης
συνθημᾰτ-ώδης, ες,
A). symbolical, ibid.


ShortDef

symbolical

Debugging

Headword:
συνθηματώδης
Headword (normalized):
συνθηματώδης
Headword (normalized/stripped):
συνθηματωδης
IDX:
100596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100597
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνθημᾰτ-ώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">symbolical</span>, ibid.</div> </div><br><br>'}