Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνθετίζομαι
συνθετικός
συνθετισμός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθεώρημα
συνθεωρητέον
συνθεώρητος
συνθέωρος
συνθήγω
συνθήκη
συνθηκογράφος
συνθηκοποιέομαι
συνθηκοφύλαξ
σύνθημα
συνθηματιαῖος
συνθηματίζω
συνθηματικός
συνθηματώδης
συνθηρατής
View word page
συνθήγω
συνθήγω,
A). sharpen, ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας E. Hipp. 689 .


ShortDef

sharpen

Debugging

Headword:
συνθήγω
Headword (normalized):
συνθήγω
Headword (normalized/stripped):
συνθηγω
IDX:
100587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100588
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνθήγω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sharpen</span>, <span class="quote greek">ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg005.perseus-grc1:689" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg005.perseus-grc1:689/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hipp.</span> 689 </a> .</div> </div><br><br>'}