Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνθετέον
συνθέτης
συνθετίζομαι
συνθετικός
συνθετισμός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθεώρημα
συνθεωρητέον
συνθεώρητος
συνθέωρος
συνθήγω
συνθήκη
συνθηκογράφος
συνθηκοποιέομαι
συνθηκοφύλαξ
σύνθημα
συνθηματιαῖος
συνθηματίζω
συνθηματικός
View word page
συνθεώρητος
συνθεώρ-ητος, ον,
A). fully established by theory, διάπτωσις Phld. Rh. 1.11S.


ShortDef

fully established by theory

Debugging

Headword:
συνθεώρητος
Headword (normalized):
συνθεώρητος
Headword (normalized/stripped):
συνθεωρητος
IDX:
100585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100586
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνθεώρ-ητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fully established by theory</span>, <span class="quote greek">διάπτωσις</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 1.11S. </span> </div> </div><br><br>'}