Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνθεραπεύω
συνθερίζω
συνθερμαίνω
συνθεσία
συνθεσίδιον
σύνθεσις
συνθετέον
συνθέτης
συνθετίζομαι
συνθετικός
συνθετισμός
σύνθετος
συνθέω
συνθεωρέω
συνθεώρημα
συνθεωρητέον
συνθεώρητος
συνθέωρος
συνθήγω
συνθήκη
συνθηκογράφος
View word page
συνθετισμός
συν-θετισμός, ,
A). setting, of bones, Id. 14.781 .


ShortDef

setting

Debugging

Headword:
συνθετισμός
Headword (normalized):
συνθετισμός
Headword (normalized/stripped):
συνθετισμος
IDX:
100579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100580
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συν-θετισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">setting</span>, of bones, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 14.781 </span>.</div> </div><br><br>'}