Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντικοσμέω
ἀντικοσμήτης
ἀντικοτέω
ἀντίκοψις
ἀντικράζω
ἀντικρατέω
ἀντικρίνω
ἀντίκριος
ἀντίκρισις
ἀντίκρουσις
ἀντικρουσμός
ἀντικρουστία
ἀντικρούω
ἀντικρύ
ἄντικρυς
ἀντικρύσιον
ἀντίκτησις
ἀντικτόνος
ἀντικτυπέω
ἀντικυδαίνω
ἀντικυμαίνομαι
View word page
ἀντικρουσμός
ἀντι-κρουσμός·
A). offensio, Gloss.


ShortDef

offensio

Debugging

Headword:
ἀντικρουσμός
Headword (normalized):
ἀντικρουσμός
Headword (normalized/stripped):
αντικρουσμος
IDX:
10057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10058
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντι-κρουσμός·</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">offensio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}