Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συνηρετέω
συνηρέτης
συνηρέφεια
συνηρεφής
συνηρημένως
συνήρης
συνήριθμος
συνηρμοσμένως
συνηρτημένως
συνήσθησις
συνησκημένως
συνησσάομαι
συνησυχάζω
συνηχέω
συνήχησις
συνήωρ
συνθακέω
σύνθακος
συνθαλπτέον
συνθάλπω
συνθαμβέω
View word page
συνησκημένως
συνησκημένως, Adv.,(συνασκέω)
A). neatly, Lat. polite, Gloss.


ShortDef

neatly

Debugging

Headword:
συνησκημένως
Headword (normalized):
συνησκημένως
Headword (normalized/stripped):
συνησκημενως
IDX:
100551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-100552
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συνησκημένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">συνασκέω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">neatly</span>, Lat. <span class="tr" style="font-weight: bold;">polite,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}